-
1 δημοτική
[димотики] ουσ. Θ. народный языкΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δημοτική
-
2 библиотека
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > библиотека
-
3 просторечие
1. (обиходный язык) η απλή γλώσσα 2. лингв. η απλή δημοτική γλώσσα, η καθομιλουμένη (γλώσσα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просторечие
-
4 стиль
I.(совокупность признаков, приёмов, манер) о ρυθμόςο τρόποςτο ύφος, η τεχνοτροπία, το στυλразговорный - лингв. η καθομιλούμενη γλώσσα, η δημοτική (γλώσσα)II.(способ летоисчисления) το σύστημα μέτρησης του χρόνουстарый - (юлианский календарь) το Ιουλιανό ημερολόγιο, το παλαιό ημερολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стиль
-
5 язык
η γλώσσ/αдревнегреческий - αρχαία ελληνική -, τα αρχαία (ελληνικά)дневне-русский - αρχαία ρωσική -, τα αρχαία ρώσικαразговорный - καθομιλουμένη -, ομιλούμενη -Эзопов - литер. η (αλληγορική) - του ΑισώπουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > язык
-
6 изустный
επ.προφορικός, ο μεταδιδόμενος, από στόμα σε στόμα•-ое преддние η παράδοση•
-ая литература δημοτική λογοτεχνία (παροιμίες, αινίγματα κλπ.)
-
7 коммунальный
επ.της κομμούνας (διοικητικής υποδιαίρεσης)•-ые выборы εκλογές στις κομμούνες.
|| δημοτικός, του δήμου•-ые услуги ευκολίες που προσφέρει ο δήμος•
-ое хозяйство δημοτική οικονομία•
-ое строительство τα οικοδομικά έργα του δήμου.
-
8 муниципалитет
-а α.δημοτική αρχή, δημαρχία, δημαρχείο. -
9 обучение
-я ουδ.εκμάθηση•обучение языкам εκμάθηση γλωσσών.
|| εκπαίδευση•начальное δημοτική εκπαίδευση•
обучение войск εκπαίδευση του στρατού.
-
10 словесный
επ.,1. λεξικός• λεκτικός• της λέξης, των λέξεων;•-ое сочетание λεξικός συνδυασμός.
2. προφορικός•. -ое народное творчество η δημοτική (λαϊκή) ποίηση. -
11 управа
-ы θ.1. τρόπος• μέσον περιορισμού, συμμόρφωσης• φάρμακο, αντίδοτο•найти -у на кого-н. βρίσκω μέσον για να συμμορφώσω κάποιον.
|| παλ. ικανοποίηση (για προσβολή)•искать -у мечом ζητώ ικανοποίηση με το ξίφος (με ξιφομαχία).
2. παλ. αρχή, διοίκηση• διεύθυνση•городская управа δημοτική αρχή, το δημαρχείο.
-
12 устный
επ.προφορικός•-ая речь προφορικός λόγος•
-ые экзамены προφορικές εξετάσεις•
устный ответ προφορική απάντηση•
-ая словесность δημοτική ποίηση (λογοτεχνική δημιουργία).
-
13 язык
-а α.1. η γλώσσα•коровий язык η γλώσσα της αγελάδας•
лизать -ом γλείφω με τη γλώσσα.
|| (φαγητό)•-и с картофельным пюре γλώσσες με πουρέ πατάτας.
2. όργανο λόγου ή επικοινωνίας•древние -и οι αρχαίες γλώσσες•
русский язык η ρωσική γλώσσα•
греческий язык η ελληνική γλώσσα•
литературный язык η φιλολογική γλώσσα•
поэтический язык η ποιητική γλώσσα•
народный язык η δημοτική γλώσσα•
разговорный язык η ομιλούμενη γλώσσα•
мёртвые -и οι νεκρές γλώσσες.
3. -и πλθ. λαοί, λαάτητες.4. αιχμάλωτος που πιάστηκε για απόσπαση μυστικών του εχθρού.5. κάθε τι που έχει το σχήμα γλώσσας•огненные -и πύρινες γλώσσες•
язык колокола το γλωσσίδι της καμπάνας.
εκφρ.язык без костей – φλύαρος, πολυλογάς, γλωσσάς•язык на плече у кого-н. – του βγήκε η γλώσσα από την κούραση•язык прилип к гортани у кого – του κόλλησε η γλώσσα στο στόμα (αδυνατεί να μιλήσει)•язык хорошо подвешен (привешен) – είναι εύγλωττος, ευφράδης, εύλαλος•держать язык за зубами – δαγκώνω τη γλώσσα, σωπαίνω•у него язык чешется – τον τρώει η γλώσσα του•язык придерживать язык – συγκρατιέμαι, μαζεύω τη γλώσσα μου, αποφεύγω να μιλήσω•чесать -ом – βλ. ίδια εκφρ. στο ρ. болтать 2• сорвалось с -а (слово) μού φύγε η λέξη, ο λόγος•это слово вертется у меня на язык – έχω τη λέξη στο στόμα, μα δεν μπορώ να την πω•язык до Киева доведёт – ρωτώντας πας στην Πόλη.
См. также в других словарях:
δημοτική — η (ενν. γλώσσα), η απλή γλώσσα που μιλιέται καθημερινά από το λαό, η καθομιλουμένη: Η δημοτική καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοτική — Η γλώσσα την οποία μιλάει και γράφει ένας λαός. Στην Ελλάδα δ. ονομάζεται η κοινή νεοελληνική γλώσσα που αντιδιαστέλλεται με τη λεγόμενη καθαρεύουσα, η οποία διακρίνεται από τα αρχαϊκά της στοιχεία. Η κίνηση για την καθιέρωση της δ. είναι γνωστή… … Dictionary of Greek
δημοτικῇ — δημοτικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοτική — δημοτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κουγκέστας βιβλίο — Δημοτική χρονογραφία του 14ου αι. Βλ. λ. Χρονικόν του Μορέως … Dictionary of Greek
Verwaltungsgliederung von Lesbos — Die Gemeinde Lesvos (griechisch Δήμος Λέσβου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den dreizehn Vorgängergemeinden der griechischen Insel Lesvos zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die… … Deutsch Wikipedia
Verwaltungsgliederung der Gemeinde Agrinio — Die griechische Gemeinde Agrinio gliedert sich seit der Verwaltungsreform 2010 in zehn Gemeindebezirke (die den Gemeinden bis 2010 entsprechen), diese wiederum gliedern sich in 50 Ortschaften (die mit den Gemeinden vor der Gemeindereform 1997… … Deutsch Wikipedia
Verwaltungsgliederung von Chios — Die Gemeinde Chios (griechisch Δήμος Χίου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den acht Vorgängergemeinden der griechischen Insel Chios zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die Stadt Chios … Deutsch Wikipedia
Naxos und Kleine Kykladen — Gemeinde Naxos und Kleine Kykladen Δήμος Νάξου και Μικρών Κυκλάδων … Deutsch Wikipedia
Lesbos — Gemeinde Lesbos Δήμος Λέσβου … Deutsch Wikipedia
Kefalonia (Gemeinde) — Gemeinde Kefalonia Δήμος Κεφαλονιάς … Deutsch Wikipedia